- ἱζηματίας
- ἱζημᾰτίας (sc. σεισμός), ου, ὁ, earthquakeA which causes subsidence, Lyd.Ost.53; v.l. for χας ματίαι in Arist.Mu.396a4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιζηματίας — ἱζηματίας, ὁ (Α) (ενν. σεισμός) σεισμός που επιφέρει καθιζήσεις, χάσματα τής γης, αλλ. χασματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵζημα + κατάλ. ιας*] … Dictionary of Greek
ἱζηματίας — ἱζηματίᾱς , ἱζηματίας which causes subsidence masc acc pl ἱζηματίᾱς , ἱζηματίας which causes subsidence masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱζηματίαι — ἱζηματίας which causes subsidence masc nom/voc pl ἱζηματίᾱͅ , ἱζηματίας which causes subsidence masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)